- εὐτακής
- εὐτᾰκής, ές, ([etym.] τήκω)A easy to soften by heat, Luc.Herm.61.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευτακής — εὐτακής, ές (Α) 1. αυτός που τήκεται εύκολα 2. (για όσπρια) αυτός που βράζει εύκολα και γρήγορα, ο βραστερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τακής (< ε τάκ ην, αόρ. β τού τήκω)] … Dictionary of Greek
εὐτακεῖς — εὐτακής easy to soften by heat masc/fem acc pl εὐτακής easy to soften by heat masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)